- επενθύμημα
- ἐπενθύμημα, το (AM)πρόσθετο ενθύμημα, συλλογισμός για υποστήριξη ενός ισχυρισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπενθύμημα — ἐπενθύ̱μημα , ἐπενθύμημα added enthymeme neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενθυμημάτων — ἐπενθῡμημάτων , ἐπενθύμημα added enthymeme neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενθυμήμασι — ἐπενθῡμήμασι , ἐπενθύμημα added enthymeme neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενθυμήματα — ἐπενθῡμήματα , ἐπενθύμημα added enthymeme neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενθυμήματος — ἐπενθῡμήματος , ἐπενθύμημα added enthymeme neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)